- αμείδητος
- ἀμείδητος, -ον (Α) [μειδιῶ]αμειδίαστος, σκυθρωπός, σκοτεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμείδητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείδητον — ἀμείδητος masc/fem acc sg ἀμείδητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειδήτοιο — ἀμείδητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειδήτοις — ἀμείδητος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειδήτου — ἀμείδητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειδήτους — ἀμείδητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειδήτων — ἀμείδητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειδήτῳ — ἀμείδητος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναμείδητος — παναμείδητος, ον (Α) εντελώς αγέλαστος, πολύ σκυθρωπός και άγριος («παναμείδητα πρόσωπα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείδητος «αγέλαστος»] … Dictionary of Greek